- σοροεργός
- σορο-εργός, όν,A coffinmaking,
τέχνης κανονίσματα Man.4.191
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τέχνης κανονίσματα Man.4.191
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σοροεργός — όν, Α σοροπηγός. [ΕΤΥΜΟΛ. < σορός + εργός (< ἔργον), πρβλ. λιθο εργός] … Dictionary of Greek
έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… … Dictionary of Greek